Η πρώτη μου φορά στο γήπεδο
Δεν υπάρχει στιγμή που να χαρακτηρίζει περισσότερο το δεσμό πατέρα - κόρης, από τη πρώτη φορά στο γήπεδο. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι εικόνες, το συναίσθημα και αυτή η γλυκιά αγωνία θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στο μυαλό σου.
"Θα πάω την μικρή στο γήπεδο", είναι η πρώτη φράση που έρχεται στο μυαλό μου όταν θυμάμαι εκείνη την μέρα. 'Ήταν 23 Φεβρουαρίου 2008, η μέρα που θα με έκανε να νιώσω τη μαγεία του ποδοσφαίρου. Οι μόνοι μεγάλοι αγώνες που είχα παρακολουθήσει μέχρι τότε ήταν μέσω της τηλεόρασης, καθώς ήμουν μόλις 11 χρονών. Με πατέρα Ολυμπιακό, ποτέ δεν τόλμησα να πω ότι είχα μια παραπάνω εκτίμηση για τον ΠΑΟΚ. Δεν ξέρω με ποιο κριτήριο, ίσως ευθυνόταν το γεγονός ότι ήταν ομάδα της αγαπημένης μου Θεσσαλονίκης.
Έρχεται, λοιπόν, το ντέρμπι ΠΑΟΚ - Ολυμπιακός για να με κάνει να βρω το κριτήριό μου. Ανηφορίζουμε από την Κλεάνθους προς το γήπεδο του ΠΑΟΚ χέρι χέρι με τον πατέρα μου, τον ναό, όπως ακούγονταν να το αποκαλούν φίλαθλοι με ασπρόμαυρα κασκόλ και φούτερ που ξεχύνονταν απ’ όλες τις γειτονιές, από νωρίς, περιμένοντας ν’ ανοίξουν οι θύρες.
Λίγο πιο μπροστά μας μια παρέα τριαντάχρονων συζητάει για το επικείμενο παιχνίδι. Φίλοι από παλιά, μεγάλωσαν μέσα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, χάρηκαν και πικράθηκαν με την ομάδα τους, έλεγαν. Τους διακόπτουν τα δακρυγόνα που σκάνε και καταλαβαίνουμε ότι έφτασε η αποστολή του Ολυμπιακού. Τα πνεύματα ηρεμούν μόλις ανοίξουν οι θύρες του γηπέδου. Οι "συνδεσμίτες" κατευθύνονται προς τη Θύρα 4. Εμείς πάμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, τη Θύρα 8.
Κάνω τα πρώτα μου βήματα μέσα στο γήπεδο. Σφίγγω το χέρι του πατέρα μου. Προχωράμε ανάμεσα στον όχλο και κατευθυνόμαστε προς τις θέσεις μας. Η ατμόσφαιρα θύμιζε πανηγύρι. Φωνές, χειροκροτήματα, τύμπανα και ένα πυκνό, κατακόκκινο σύννεφο από αναμμένους πυρσούς και καπνογόνα. Οι γεμάτες κερκίδες, ο παλμός, τα χαρτάκια που γέμισαν τον ουρανό, όλα μου προκαλούν δέος. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, αλλά μέσα στο γήπεδο αρχίζω να διακρίνω τους παίκτες. Το παιχνίδι ξεκινά.
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά δυνατά στο στήθος μου και ένα ρίγος να με διαπερνά. "Μπαμπά, απ' την τηλεόραση φαίνονται πιο καθαρά οι παίκτες", παρατηρώ. "Αυτός εκεί με το 11 είναι ο Τζόρτζεβιτς, με το 9 ο Κοβάσεβιτς... στο τέρμα ο Νικοπολίδης", προσπαθεί να μου εξηγήσει. "Δεν με νοιάζουν αυτοί μπαμπά, εγώ τους δικούς μου βλέπω", και κάπου εκεί σταμάτησε η συζήτηση μεταξύ μας. "Λες να χάσουμε στο πρώτο μου ματς;" σκέφτομαι μέχρι που ήρθε το γκολ του Γκονζάλεζ να ανοίξει το σκορ στο 2ο λεπτό της αναμέτρησης. Ενθουσιασμός, πάθος, βαθιά συγκίνηση. Εκείνη ήταν και η στιγμή που βρήκα το κριτήριο μου: η συγκίνηση που μου προκαλεί αυτή η ομάδα.
Δεν θυμάμαι πολλά από το παιχνίδι, τότε δεν ήξερα ούτε τι είναι το οφσάιντ, πάντως έληξε ισόπαλο με 1-1. Ωστόσο, το σκηνικό που σημάδεψε το ματς δεν ήταν άλλο από τον άσχημο τσακωμό του Αντώνη Νικοπολίδη με τον Σέρτζιο Κονσεϊσάο. Εγώ δεν κατάλαβα πολλά. Πάντως η αρχή έγινε από ένα πέναλτι που εκτέλεσε ο Πορτογάλος και απέκρουσε ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού. Στη συνέχεια ο Νικοπολίδης φαίνεται πως του είπε κάτι στο αυτί, για κάτι που είχαν πει οι δυο τους πριν την εκτέλεση. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η φάση δεν ξεχάστηκε κι έτσι μετά το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή, ξέσπασε άγριος καυγάς μεταξύ των δυο τους στη φυσούνα του γηπέδου, όπως πληροφορηθήκαμε αργότερα.
Στο δρόμο για το σπίτι δεν σταμάτησα να μιλάω για το πόσο τεράστιο μου φάνηκε το γήπεδο, το πόσο ήθελα να φωνάξω τα συνθήματα αλλά φοβόμουν την αντίδραση του πατέρα μου, για τα καπνογόνα και τα τύμπανα που βαρούσαν δυνατά, για το πόσο ωραίο είναι να μπαίνεις σε ένα μέρος με τόσο πολύ κόσμο που μοιράζεται το ίδιο πάθος, το ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ.
"Θα πάω την μικρή στο γήπεδο", είναι η πρώτη φράση που έρχεται στο μυαλό μου όταν θυμάμαι εκείνη την μέρα. 'Ήταν 23 Φεβρουαρίου 2008, η μέρα που θα με έκανε να νιώσω τη μαγεία του ποδοσφαίρου. Οι μόνοι μεγάλοι αγώνες που είχα παρακολουθήσει μέχρι τότε ήταν μέσω της τηλεόρασης, καθώς ήμουν μόλις 11 χρονών. Με πατέρα Ολυμπιακό, ποτέ δεν τόλμησα να πω ότι είχα μια παραπάνω εκτίμηση για τον ΠΑΟΚ. Δεν ξέρω με ποιο κριτήριο, ίσως ευθυνόταν το γεγονός ότι ήταν ομάδα της αγαπημένης μου Θεσσαλονίκης.
Έρχεται, λοιπόν, το ντέρμπι ΠΑΟΚ - Ολυμπιακός για να με κάνει να βρω το κριτήριό μου. Ανηφορίζουμε από την Κλεάνθους προς το γήπεδο του ΠΑΟΚ χέρι χέρι με τον πατέρα μου, τον ναό, όπως ακούγονταν να το αποκαλούν φίλαθλοι με ασπρόμαυρα κασκόλ και φούτερ που ξεχύνονταν απ’ όλες τις γειτονιές, από νωρίς, περιμένοντας ν’ ανοίξουν οι θύρες.
Λίγο πιο μπροστά μας μια παρέα τριαντάχρονων συζητάει για το επικείμενο παιχνίδι. Φίλοι από παλιά, μεγάλωσαν μέσα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, χάρηκαν και πικράθηκαν με την ομάδα τους, έλεγαν. Τους διακόπτουν τα δακρυγόνα που σκάνε και καταλαβαίνουμε ότι έφτασε η αποστολή του Ολυμπιακού. Τα πνεύματα ηρεμούν μόλις ανοίξουν οι θύρες του γηπέδου. Οι "συνδεσμίτες" κατευθύνονται προς τη Θύρα 4. Εμείς πάμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, τη Θύρα 8.
Κάνω τα πρώτα μου βήματα μέσα στο γήπεδο. Σφίγγω το χέρι του πατέρα μου. Προχωράμε ανάμεσα στον όχλο και κατευθυνόμαστε προς τις θέσεις μας. Η ατμόσφαιρα θύμιζε πανηγύρι. Φωνές, χειροκροτήματα, τύμπανα και ένα πυκνό, κατακόκκινο σύννεφο από αναμμένους πυρσούς και καπνογόνα. Οι γεμάτες κερκίδες, ο παλμός, τα χαρτάκια που γέμισαν τον ουρανό, όλα μου προκαλούν δέος. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, αλλά μέσα στο γήπεδο αρχίζω να διακρίνω τους παίκτες. Το παιχνίδι ξεκινά.
Νιώθω την καρδιά μου να χτυπά δυνατά στο στήθος μου και ένα ρίγος να με διαπερνά. "Μπαμπά, απ' την τηλεόραση φαίνονται πιο καθαρά οι παίκτες", παρατηρώ. "Αυτός εκεί με το 11 είναι ο Τζόρτζεβιτς, με το 9 ο Κοβάσεβιτς... στο τέρμα ο Νικοπολίδης", προσπαθεί να μου εξηγήσει. "Δεν με νοιάζουν αυτοί μπαμπά, εγώ τους δικούς μου βλέπω", και κάπου εκεί σταμάτησε η συζήτηση μεταξύ μας. "Λες να χάσουμε στο πρώτο μου ματς;" σκέφτομαι μέχρι που ήρθε το γκολ του Γκονζάλεζ να ανοίξει το σκορ στο 2ο λεπτό της αναμέτρησης. Ενθουσιασμός, πάθος, βαθιά συγκίνηση. Εκείνη ήταν και η στιγμή που βρήκα το κριτήριο μου: η συγκίνηση που μου προκαλεί αυτή η ομάδα.
Δεν θυμάμαι πολλά από το παιχνίδι, τότε δεν ήξερα ούτε τι είναι το οφσάιντ, πάντως έληξε ισόπαλο με 1-1. Ωστόσο, το σκηνικό που σημάδεψε το ματς δεν ήταν άλλο από τον άσχημο τσακωμό του Αντώνη Νικοπολίδη με τον Σέρτζιο Κονσεϊσάο. Εγώ δεν κατάλαβα πολλά. Πάντως η αρχή έγινε από ένα πέναλτι που εκτέλεσε ο Πορτογάλος και απέκρουσε ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού. Στη συνέχεια ο Νικοπολίδης φαίνεται πως του είπε κάτι στο αυτί, για κάτι που είχαν πει οι δυο τους πριν την εκτέλεση. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η φάση δεν ξεχάστηκε κι έτσι μετά το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή, ξέσπασε άγριος καυγάς μεταξύ των δυο τους στη φυσούνα του γηπέδου, όπως πληροφορηθήκαμε αργότερα.
Στο δρόμο για το σπίτι δεν σταμάτησα να μιλάω για το πόσο τεράστιο μου φάνηκε το γήπεδο, το πόσο ήθελα να φωνάξω τα συνθήματα αλλά φοβόμουν την αντίδραση του πατέρα μου, για τα καπνογόνα και τα τύμπανα που βαρούσαν δυνατά, για το πόσο ωραίο είναι να μπαίνεις σε ένα μέρος με τόσο πολύ κόσμο που μοιράζεται το ίδιο πάθος, το ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου